- τεβόντος
- -η, -ον, Μβλ. ντεβότος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ντεβότος — και τεβόντος, η, ον (Μ) αφοσιωμένος στον Θεό, πιστός, θεοσεβούμενος. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. devot < λατ. devotus «ευσεβής, αφοσιωμένος» < λατ. devoveo «καθιερώνω, αφοσιώνομαι»] … Dictionary of Greek